-
1 ιδέα
[идэа] ουσ. Θ. идея, мысльΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδέα
-
2 идея
иде||яж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα -
3 идея
идея ж в разн. знач. η ιδέα передовые \идеяи οι προ οδευτικές ιδέες \идея произведения η ιδέα (или το νόημα) του έργου* * *ж в разн. знач.η ιδέαпередовы́е иде́и — οι προοδευτικές ιδέες
иде́я произведе́ния — η ιδέα ( или το νόημα) του έργου
-
4 понятие
понятие с η γνώμη, το νόημα, η ιδέα· \понятиея не имею δεν έχω ιδέα* * *сη γνώμη, το νόημα, η ιδέαпоня́тия не име́ю — δεν έχω ιδέα
-
5 представление
представление с 1) (понятие) η ιδέα, η αντίληψη· иметь \представление о чём-л. έχω ιδέα για κάτι 2) театр, η παράσταση 3) (документов и т. д.) η παρουσίαση* * *с1) ( понятие) η ιδέα, η αντίληψηиме́ть представле́ние о чём-л. — έχω ιδέα για κάτι
2) театр. η παράσταση3) (документов и т. п.) η παρουσίαση -
6 мысль
мысл||ьж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα. -
7 представление
1. мат. η παρουσίαση 2. (предъявление, показ, подача) η παρουσίαση, η εμφάνιση 3. театр. η παράσταση 4. (фи-лос, психол.) η ιδέα 5. (конкретный образ предмета или явления, который воспроизводится в сознании) η ιδέαη εικόνα6. (понимание, знание кого-, чего-л.) η ιδέα, η γνώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представление
-
8 понятие
поняти||ес ἡ Ιδέα, ἡ γνώση, ἡ ἔν-νοια:иметь \понятие ὁ чем-л. ἔχω Ιδέα γιά κάτι· не иметь ни малейшего \понятиея о чем-л. δέν ἔχω τήν παραμικρή ἰδέα γιά κάτι· растяжимое \понятие ἐλαστική ἔννοια -
9 представление
представлени||ес1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου. -
10 мысль
-и θ.1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•светлая мысль φωτεινή σκέψη•
остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•
предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•
странная мысль παράξενη σκέψη•
погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•
у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•
у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•
мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.
2. ιδέα γνώμη, άποψη•мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•
основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•
это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•
у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.
|| υπόνοια, υπόθεση•я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.
εκφρ.образ -ей – τρόπος σκέψης•иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου. -
11 представление
-я ουδ.1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.
|| σύσταση, γνωριμία.2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•представление к наградам πρόταση για βράβευση.
3. θεατρική παράσταση• θέαμα.4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•зрительное представление οπτική αναπαράσταση•
слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.
5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.
εκφρ.дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι. -
12 идея
1. (понятие, представление) η ιδέα 2. (мысль, замысел) η ιδέα, η σκέψη 3. (основная, главная мысль чего-л) το νόημα, η έννοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идея
-
13 замысел
замысел м 1) (идея ) η ιδέα 2) (намерение) η πρόθεση, το σχέδιο* * *м1) ( идея) η ιδέα2) ( намерение) η πρόθεση, το σχέδιο -
14 мысль
-
15 прийти
прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα* * *1) έρχομαι, φτάνωприйти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι
прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος
2) (к чему-л.) καταλήγωприйти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία
прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
3) ( в какое-либо состояние)прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ
••мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα
-
16 хороший
-
17 возомнить
ρ.σ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι όλο ιδέα, κόβομαι πολύς, υπεραΐρομαι. -
18 идея
-и. θ.1. ιδέα• έννοια•абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•
господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•
политические -и οι πολιτικές ιδέες•
идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•
передовое -и προοδευτικές ιδέες.
2. σκέψη•в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.
|| μορφή έννοια•идея добра η έννοια του καλού.
-
19 мнение
-я ουδ.1. γνώμη•общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•
высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•
обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•
благоприятное мнение ευμενής γνώμη•
борьба -ий πάλη γνωμών•
разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•
изменять мнение αλλάζω γνώμη•
быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•
быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•
быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•
быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•
я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.
2. πόρισμα, απόφαση•мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•
мнение суда απόφαση δικαστηρίου.
-
20 понятие
-я ουδ.1. έννοια• νόημα•содержание -я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας•
понятие прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας.
2. ιδέα, γνώση•когда он приедет?— -я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω.
|| αντίληψη•-я и предрассудки αντιλήψεις και προλήψεις•
применяться к -ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου.
|| γνώμη. || διάνοια, νους, ικανότητα διανοητική.εκφρ.дать понятие – δίνω να καταλάβει.
См. также в других словарях:
ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιδέα — (idea) (греч.) идея. см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа) ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… … Википедия
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)